2.

Ήταν περασμένες έντεκα και ήξερε πολύ καλά ότι δε θα πήγαινε για ύπνο αν δεν διάβαζε το γράμμα. Έβαλε το χέρι στην αριστερή τσέπη από το καρό πουκάμισο και το ψαχούλεψε. ήταν ακόμη εκεί..προφανώς. Ήταν εκεί τις τελευταίες 2 εβδομάδες. Αλλά σήμερα σίγουρα θα το διάβαζε.Έκανε για άλλη μια φορά τις ίδιες σκέψεις από την αρχή. Είχε αρχίσει να του αρέσει όλο αυτό. Έκανε σενάρια και πολλές φορές χανόταν σ αυτά και το γράμμα έμενε εκεί στην τσέπη.

κλειστό. διπλωμένο, αδιάβαστο . 

Έβαλε τον μπερέ του, δήθεν στυλ, αλλά του πήγαινε μάλλον. Δοκίμασε για άλλη μια φορά την μπαντανα στο λαιμό αλλά όχι, σαν Παπάζογλου χωρίς στιχάκι. Την ξανακρέμασε και έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη.

Στο δρόμο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει κάπου που θα ήταν μόνος. Τελικά αποφάσισε να πάει πάλι στο ίδιο μέρος. Καλυτέρα με κόσμο. Θα το έκανε έτσι λιγότερο επίσημο. Μάλλον, λιγότερο σημαντικό. Δεν ήταν σημαντικό. Ήταν απλά ένα γράμμα. Από εκείνη. 

Ξαφνικά του φάνηκε παιδιάστικο όλο αυτό. Αστείο, σχεδόν για πέταμα. το τσαλάκωσε μέσα στην τσέπη του και παρήγγειλε μια μπύρα.

Το έβγαλε. Το ακούμπησε στο μπαρ και παρήγγειλε άλλη μια. Βαρέθηκε λίγο τον εαυτό του και το ξανάβαλε μέσα. Θα το άνοιγε σπίτι και οκ, αυτό ήταν όλο. Μετά θα πήγαινε για ύπνο και το πρωί δε θα το θυμόταν καν. Πλήρωσε στα γρήγορα και γύρισε πίσω. Άνοιξε, άφησε το πουκάμισο και τον μπερέ στο ίδιο σημείο και ξάπλωσε στον καναπέ. 

Το άνοιξε γρήγορα, σα λογαριασμό της ΔΕΗ. Δεν πήρε βαθιές ανάσες ούτε το περιεργάστηκε ιδιαίτερα.

Το διάβασε και έκλεισε το φως.

Για τα επόμενα χρόνια η απάντηση έμεινε  στην δεξιά τσέπη από το ίδιο πουκάμισο.

κλειστή, διπλωμένη, αδιάβαστη.



 It was past eleven and he knew , very well, that he wouldn't go to sleep if he didn't read the letter. He put his hand on the left pocket of his plaid shirt and fumbled it.
It was still there..of course. It was there for the last 2 weeks. But today, he was definitely going to read it. He, once again , began the same thoughts. He started to like all this. He made scenarios with his mind and often lost in them with the letter still on his pocket.

closed, folded, unread.

He put his beret (supposed to be cool), he looked nice with it. He tried his bandana again on his neck...but no... like Papazoglou without a song. He put it back on its place and put the keys on his pocket.

On the road he wondered if he had to go somewhere that he would be alone. Eventually he decided to go back at the same place. Better with crowd. It would be less formal. Maybe, less important. It was not important. It was just a letter. From her. 

Suddenly all seemed so childish. Funny, almost ready to be thrown away. He crinkled it up inside his pocket and ordered a beer.

He pulled it out. He placed it on the bar and ordered another one. He got a bit bored of himself and put it back inside. He would open it back home and ok, that was it. Then he would go to sleep and the next morning he wouldn't even remember it. He paid quickly and returned back home. Opened the door, left the shirt and his beret in the same place and laid on the couch. 
He opened it quickly, like an electricity bill. He didn't take deep breathes nor peered at it.

He read it and shut the light.

For the next years the answer was there,in the right pocket of the same shirt.

closed, folded, unread.

        ☕ Κέρνα μου καφέ        ⬇ Κατέβασε την Εφαρμογή



Whatsapp Button works on Mobile Device only

Ψαξε Μια Κασετα , ενα τραγουδι ή εναν καλλιτεχνη